- δίτροχο(ν)
- το двуколка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καργιόλα — (I) και καρ(ρ)ιόλα η μικρό δίτροχο καρότσι. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. carriole, «δίτροχο αμάξι»]. (II) η βλ. καριόλα … Dictionary of Greek
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δίτροχος — η, ο (AM δίτροχος, ον) (για οχήματα, ποδήλατα κ.λπ.) αυτός που έχει δύο τροχούς μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίτροχο(ν) όχημα με δύο τροχούς … Dictionary of Greek
εφόλκαιο — τὸ (Α ἐφόλκαιον) νεοελλ. (πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου») αρχ. πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)] … Dictionary of Greek
κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια … Dictionary of Greek
μοτοποδήλατο — το τεχνολ. μικρό δίτροχο μεταφορικό μέσο, εφοδιασμένο με μικρό βενζινοκινητήρα, κυβισμού 50 έως 75 κυβικών εκατοστομέτρων, αλλ. μοτοσακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motorbicycle] … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
μοτοσυκλέτα — και μοτοσικλέτα η τεχνολ. δίτροχο ή, σπανιότερα, τρίτροχο επιβατικό μηχανοκίνητο όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. motocyclette < γαλλ. moto (< moteur «κινητήρας») + cyclette (< bicyclette «ποδήλατο»)] … Dictionary of Greek
πατίνι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό δίτροχο παιχνίδι που μοιάζει με υποτυπώδες ποδήλατο, φέρει δύο μικρούς τροχούς ή ρουλεμάν και ωθείται με το ένα πόδι που πατάει περιοδικά στο έδαφος και σπρώχνει το πατίνι προς τα εμπρός, ενώ το άλλο πόδι πατάει σταθερά… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek